- προσυριγγούμαι
- -όομαι, Α(για τόπο) χαράζομαι με αυλάκια («διόπερ τὸν προσεσυριγγωμένον τόπον ἑλκώσαντες δεῑν κατουλῶσαι», Διόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + συριγγοῦμαι «σχηματίζομαι με αυλάκια» (< σῦριγξ, -ιγγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.